ἥπατος

ἥπατος
ἥπᾰτος, , a fish of uncertain kind, Eub.61, Arist.HA508b19, Speus. ap. Ath.7.300e, Philotim. ap. Gal.6.720.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήπατος — ἥπατος, ό (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ἥπατος — masc nom sg ἧπαρ liver neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτοιν — ἥπατος masc gen/dat dual ἧπαρ liver neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτου — ἥπατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτους — ἥπατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτων — ἥπατος masc gen pl ἧπαρ liver neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτῳ — ἥπατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατε — ἥπατος masc voc sg ἧπαρ liver neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατοι — ἥπατος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατον — ἥπατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”